υποβολιμαίος

υποβολιμαίος
-α, -ο
1. αυτός που μπαίνει κρυφά στη θέση άλλου γνήσιου, για να τον αντικαταστήσει, μη γνήσιος, πλαστός, νόθος: Υποβολιμαίο σύγγραμμα.
2. αυτός που δε γίνεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά από εξωτερική επιβολή: Υποβολιμαία μαρτυρική κατάθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβολιμαῖος — brought in by stealth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβολιμαίος — α, ο / ὑποβολιμαῑος, αία, ον, ΝΑ νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του β. «ὑποβολιμαίους ποιεῑ τοὺς ἑαυτοῡ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ὑποβολιμαῖον — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc acc sg ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖα — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖε — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖοι — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδυποβολιμαίος — αία, ον, Α αυτός που εσφαλμένα θεωρείται υποβολιμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὑποβολιμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποβολιμαία — ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαίω — ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαίων — ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem gen pl ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”