ὑποβολιμαῖος — brought in by stealth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβολιμαίος — α, ο / ὑποβολιμαῑος, αία, ον, ΝΑ νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του β. «ὑποβολιμαίους ποιεῑ τοὺς ἑαυτοῡ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με… … Dictionary of Greek
ὑποβολιμαῖον — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc acc sg ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαῖα — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαῖε — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαῖοι — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδυποβολιμαίος — αία, ον, Α αυτός που εσφαλμένα θεωρείται υποβολιμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὑποβολιμαῖος] … Dictionary of Greek
ὑποβολιμαία — ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαίω — ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολιμαίων — ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem gen pl ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)